κλαδαρός

κλαδαρός
κλαδαρός, -ά, -όν (Α)
1. αυτός που σπάει εύκολα, εύθραυστος («τὰ δὲ δόρατα... λεπτά καὶ κλαδαρά ποιοῡντες», Πολ.)
2. μτφ. ηδυπαθής, ερωτόληπτος («κλαδαρὰς ὄψεις», Κλήμ.)
3. κυματοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλα-δ-αρός. Η ρίζα θα πρέπει να είναι τού ρ. κλάω / «σπάζω», με την παρέκταση -δ- που εμφανίζεται και στο κλάδος*. Η κατάλ. -αρός εμφανίζεται και σε άλλα επίθ. που δηλώνουν αδυναμία (πρβλ. λαπαρός, πλαδαρός, χαλαρός). Ίσως επήλθε σύγχυση τού θ. κλαδ- με το κραδ- τών κράδη*, κραδαίνω*, πράγμα που εξηγεί τη σημασία τής γλώσσας τού Ησυχίου κλαδαρόμ(μ)ατοι
εὔσειστοι τὰ ὄμματα και τών παραγώγων ρ. κλαδάσσομαι και κλαδώ (Ι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κλαδαρά — κλαδαρός quivering neut nom/voc/acc pl κλαδαρά̱ , κλαδαρός quivering fem nom/voc/acc dual κλαδαρά̱ , κλαδαρός quivering fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαδαρῶν — κλαδαρός quivering fem gen pl κλαδαρός quivering masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαδαρόν — κλαδαρός quivering masc acc sg κλαδαρός quivering neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαδαραί — κλαδαρός quivering fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαδάσσομαι — (Α) κινούμαι με ορμή («αἷμα κλαδασσόμενον διὰ γυίων», Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Από το θ. τού κλαδαρός «εύθραυστος». Για τη σημ. βλ. λ. κλαδαρός] …   Dictionary of Greek

  • κλαδαρόμ(μ)ατος — κλαδαρόμ(μ)ατος, ὁ (Α) 1. αυτός που έχει τα μάτια θολά από ερωτική συγκίνηση 2. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) oἱ κλαδαρόμ(μ)ατοι «εὔσειστοι τὰ ὄμματα». [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαδαρός «εύθραυστος, ευαίσθητος» + όμματος (< ὄμμα), πρβλ. γλαυκ όμματος, πολυ …   Dictionary of Greek

  • κλαμαρός — κλαμαρός, ά, όν (Α) 1. κλαδαρός* 2. (κατά τον Ησύχ.) «κλαμαράν πλαδαράν, ἀσθενῆ». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με το αρχ. ινδ. klāmyati «κουράζομαι» είναι πολύ παρακινδυνευμένη. Πρόκειται ίσως για λαϊκή παραλλαγή τού κλαδαρός] …   Dictionary of Greek

  • кладиво — молот , только русск. цслав. кладиво, сербохорв. стар. кладиво, словен. kladivo, kladvo, чеш. kladivo. От кладу бью , ср. лат. clādēs ранение, ущерб, поражение , греч. κλαδαρός хрупкий , ср. ирл. klaidim рою , ирл. claideb, кимр. сlеdуff меч ; см …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • κλάδος — (I) ο (AM κλάδος) βλαστός δέντρου ή θάμνου, κλαδί, κλαρί, κλώνος («ἀπὸ δὲ τῆς ἐλαίης τοὺς κλάδους γῆν πᾱσαν ἐπισχεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. καθετί που αποτελεί υποδιαίρεση ή τμήμα ενός συνόλου (α. «η γεωμετρία είναι κλάδος τών μαθηματικών», β.… …   Dictionary of Greek

  • κλαδαρόρυγχος — κλαδαρόρυγχος, ὁ (Α) το πτηνό τροχίλος* («τὸν καλούμενον κλαδαρόρυγχον ἐταῑρον καὶ φίλον ἔχει (ὁ κροκόδειλος)», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαδαρός «εύθραυστος» + ρυγχος (< ρύγχος), πρβλ. μακρό ρυγχος, πλατύ ρυγχος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”