κλαδαρά — κλαδαρός quivering neut nom/voc/acc pl κλαδαρά̱ , κλαδαρός quivering fem nom/voc/acc dual κλαδαρά̱ , κλαδαρός quivering fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαδαρῶν — κλαδαρός quivering fem gen pl κλαδαρός quivering masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαδαρόν — κλαδαρός quivering masc acc sg κλαδαρός quivering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαδαραί — κλαδαρός quivering fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαδάσσομαι — (Α) κινούμαι με ορμή («αἷμα κλαδασσόμενον διὰ γυίων», Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Από το θ. τού κλαδαρός «εύθραυστος». Για τη σημ. βλ. λ. κλαδαρός] … Dictionary of Greek
κλαδαρόμ(μ)ατος — κλαδαρόμ(μ)ατος, ὁ (Α) 1. αυτός που έχει τα μάτια θολά από ερωτική συγκίνηση 2. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) oἱ κλαδαρόμ(μ)ατοι «εὔσειστοι τὰ ὄμματα». [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαδαρός «εύθραυστος, ευαίσθητος» + όμματος (< ὄμμα), πρβλ. γλαυκ όμματος, πολυ … Dictionary of Greek
κλαμαρός — κλαμαρός, ά, όν (Α) 1. κλαδαρός* 2. (κατά τον Ησύχ.) «κλαμαράν πλαδαράν, ἀσθενῆ». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με το αρχ. ινδ. klāmyati «κουράζομαι» είναι πολύ παρακινδυνευμένη. Πρόκειται ίσως για λαϊκή παραλλαγή τού κλαδαρός] … Dictionary of Greek
кладиво — молот , только русск. цслав. кладиво, сербохорв. стар. кладиво, словен. kladivo, kladvo, чеш. kladivo. От кладу бью , ср. лат. clādēs ранение, ущерб, поражение , греч. κλαδαρός хрупкий , ср. ирл. klaidim рою , ирл. claideb, кимр. сlеdуff меч ; см … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
κλάδος — (I) ο (AM κλάδος) βλαστός δέντρου ή θάμνου, κλαδί, κλαρί, κλώνος («ἀπὸ δὲ τῆς ἐλαίης τοὺς κλάδους γῆν πᾱσαν ἐπισχεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. καθετί που αποτελεί υποδιαίρεση ή τμήμα ενός συνόλου (α. «η γεωμετρία είναι κλάδος τών μαθηματικών», β.… … Dictionary of Greek
κλαδαρόρυγχος — κλαδαρόρυγχος, ὁ (Α) το πτηνό τροχίλος* («τὸν καλούμενον κλαδαρόρυγχον ἐταῑρον καὶ φίλον ἔχει (ὁ κροκόδειλος)», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαδαρός «εύθραυστος» + ρυγχος (< ρύγχος), πρβλ. μακρό ρυγχος, πλατύ ρυγχος] … Dictionary of Greek